πέσσω

πέσσω
και πέττω και πέπτω, Α
1. (για τον ήλιο, τον καιρό και το κλίμα) κάνω τους καρπούς να ωριμάσουν
2. μαγειρεύω, βράζω ή ψήνω
3. μοιράζω μαγειρεμένο φαγητό
4. (για το στομάχι) πέπτω, χωνεύω
5. (για το κρασί) διευκολύνω την πέψη
6. (σχετικά με δυσάρεστες ψυχικές καταστάσεις) καταπίνω, καταπνίγω
7. φρ. α) «χόλον πέσσω» — τρέφω την οργή, διατηρώ την οργή μου
β) «βέλος πέσσω» — περιποιούμαι τραύμα από βέλος
γ) «αἰῶνα πέσσω» — περνώ ήσυχη ζωή
δ) «γέρα πέσσω» — απολαμβάνω άνετα τα δώρα τού πολέμου, τα κέρδη μου
ε) «πέσσεται νοῡσος» — υποχωρεί η αρρώστια, καλυτερεύει ο ασθενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέσσω / πέττω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pekw- «μαγειρεύω, βράζω», με επίθημα - και συνδέεται με το αρχ. ινδ. pacyate. Στην ίδια ρίζα, χωρίς επίθημα, ανάγονται τα: αρχ. ινδ. pacati, αρχ. σλαβ. peko, λιθουαν. kepu (με αντιστροφή τών συμφώνων) και λατ. coquō (με αφομοίωση τού *pekw-o σε kwekw-o). Στην ίδια ρίζα, τέλος, ανάγονται τα: πέπων* και ὀπτός*. Στο ρ. πέσσω και στα παράγωγά του συνυπάρχουν οι έννοιες τού «μαγειρεύω», τού «ωριμάζω» και τού «χωνεύω». Ο ενεστ. τ. πέπτω είναι μτγν., σχηματισμένος από το θ. πεπ-τ- τών πεπτός, πέψις, κ.λπ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πέσσω — Acut. (Sp.) pres subj act 1st sg πέσσω Acut. (Sp.) pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεσσῷ — πεσσός oval shaped stone for playing draughts masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέσσον — πέσσω Acut. (Sp.) pres part act masc voc sg πέσσω Acut. (Sp.) pres part act neut nom/voc/acc sg πέσσω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πέσσω Acut. (Sp.) imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέττον — πέσσω Acut. (Sp.) pres part act masc voc sg (attic) πέσσω Acut. (Sp.) pres part act neut nom/voc/acc sg (attic) πέσσον , πέσσω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πέσσον , πέσσω Acut. (Sp.) imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπτῃ — πέσσω Acut. (Sp.) pres subj mp 2nd sg πέσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg πέσσω Acut. (Sp.) pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέσσετε — πέσσω Acut. (Sp.) pres imperat act 2nd pl πέσσω Acut. (Sp.) pres ind act 2nd pl πέσσω Acut. (Sp.) imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέσσῃ — πέσσω Acut. (Sp.) pres subj mp 2nd sg πέσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg πέσσω Acut. (Sp.) pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέττῃ — πέσσω Acut. (Sp.) pres subj mp 2nd sg (attic) πέσσω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg (attic) πέσσω Acut. (Sp.) pres subj act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέψαι — πέσσω Acut. (Sp.) aor imperat mid 2nd sg πέσσω Acut. (Sp.) aor inf act πέψαῑ , πέσσω Acut. (Sp.) aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέψει — πέσσω Acut. (Sp.) aor subj act 3rd sg (epic) πέσσω Acut. (Sp.) fut ind mid 2nd sg πέσσω Acut. (Sp.) fut ind act 3rd sg πέψις softening fem nom/voc/acc dual (attic epic) πέψεϊ , πέψις softening fem dat sg (epic) πέψις softening fem dat sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”